- ἱμεράμπυξ
- ἱμεράμπυξ [ῑ], ῠκος, ἡ,A with lovely diadem,
θεά B.16.9
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεά B.16.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιμεράμπυξ — ἱμεράμπυξ, ἡ (Α) (ως επίθ. τής Αφροδίτης) αυτή που έχει «ἱμερόεσσαν ἄμπυκα», ωραίο διάδημα στα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + ἄμπυξ «διάδημα»] … Dictionary of Greek
άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… … Dictionary of Greek
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek